συνανέχω

συνανέχω
ΜΑ
κρατώ ψηλά, συγκρατώ συγχρόνως
αρχ.
1. ανατέλλω μαζί με κάποιον («δι' ὅλης τῆς ἡμέρας συνανασχόντες δύο παρήλιοι», Αριστοτ.)
2. (αμτβ.) απέχω μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀνέχω «σηκώνω, υποβαστάζω, προβάλλω, ανατέλλω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • συνανίσχω — Α 1. συνανέχω* 2. (για ποταμό) πηγάζω μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνίσχω, άλλος τ. τού ἀνέχω «σηκώνω, κρατώ κάτι ψηλά»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”