- συνανέχω
- ΜΑκρατώ ψηλά, συγκρατώ συγχρόνωςαρχ.1. ανατέλλω μαζί με κάποιον («δι' ὅλης τῆς ἡμέρας συνανασχόντες δύο παρήλιοι», Αριστοτ.)2. (αμτβ.) απέχω μαζί με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀνέχω «σηκώνω, υποβαστάζω, προβάλλω, ανατέλλω»].
Dictionary of Greek. 2013.